Σύμφωνα με μια σχετική έρευνα, οι κύριες προκλήσεις για το 2020 αναφορικά με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, η μείωση της εγχώριας ζήτησης και οι εξαγωγές.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Έρευνα Οικονομικής Συγκυρίας των Ευρωεπιμελητηρίων, η οποία βασίζεται σε σχόλια και παρατηρήσεις από 53.000 επιχειρήσεις στην Ε.Ε. και την οποία αναμεταδίδει το Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, αποκαλύπτεται ότι οι επενδύσεις και η ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα περιορίζονται εξαιτίας της συνεχούς ανησυχίας για τις εγχώριες πωλήσεις και τις εξαγωγές αγαθών, καθώς και για ζητήματα που άπτονται του κόστους της αγοράς εργασίας αλλά και της δυσκολίας στη χρηματοδότηση. Κυρίως από το τραπεζικό σύστημα.
Βασικά ευρήματα της έρευνας είναι:
Η χαμηλή εγχώρια ζήτηση, η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και το αυξανόμενο κόστος εργασίας είναι οι κύριες προκλήσεις που εντοπίζουν οι επιχειρήσεις για το 2020. Συγκεκριμένα, η ανταγωνιστικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων υπονομεύεται από τα υψηλά εργατικά κόστη που αφορούν όμως κυρίως τις ασφαλιστικές εισφορές. Το Brexit βρίσκεται χαμηλότερα στην κατάταξη των προκλήσεων, αποτελεί ωστόσο μείζονα παράγοντα ανησυχίας για τους Ιρλανδούς και Γερμανούς που μετείχαν στην έρευνα. Οι ευρωπαϊκές μικρομεσαίων επιχειρήσεων χρειάζονται ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση και καλύτερη γνώση για τα χρηματοδοτικά εργαλεία. Δεδομένων των συνεχών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τραπεζικό δανεισμό, σε κάποια από τα κράτη - μέλη (και η Ελλάδα μεταξύ αυτών), οι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης πρέπει να προωθηθούν περαιτέρω. Αυξάνεται ο αριθμός των επιχειρήσεων που ανησυχούν για τη διαρκή άνοδο των τιμών της ενέργειας και των πρώτων υλών, ιδίως στη Γαλλία, τη Γερμανία και κάποιες χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Οι πωλήσεις σε εθνικό επίπεδο, το μέγεθος του εργατικού δυναμικού και οι επενδύσεις αναμένεται να παρουσιάσουν μικρή επιβράδυνση. Οι εξαγωγές αναμένεται να παρουσιάσουν επιβράδυνση, με αποτέλεσμα να μειωθούν τα έσοδα από πωλήσεις εκτός της εθνικής αγοράς στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Το γενικό επίπεδο της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης για το ερχόμενο έτος είναι το χαμηλότερο από το 2014.Σχολιάζοντας τα ευρήματα αυτά, ο εκτελεστικός αντιπρόεδρος των Ευρωεπιμελητηρίων, πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, δήλωσε:
«Τα αποτελέσματα της έρευνας αποδεικνύουν ότι όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στην Ε.Ε., πρέπει να γίνουν τάχιστα βήματα προόδου για μια πιο ολοκληρωμένη ενιαία αγορά που θα δυνάμωνε την ευρωπαϊκή οικονομία και θα διασφάλιζε μελλοντική ανάπτυξη.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, τα δύο μείζονα προβλήματα που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σήμερα οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι ο αποκλεισμός τους από την τραπεζική χρηματοδότηση αλλά και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος που αφορά τις πολύ υψηλές ασφαλιστικές εισφορές.
Η ελληνική κυβέρνηση, ως προς το σκέλος της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, θα πρέπει άμεσα, όπως ήδη έχει εξαγγείλει, να προχωρήσει σε αναμόρφωση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, γεγονός το οποίο άλλωστε, επιβάλλεται μετά και την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που αφορά το νόμο Κατρούγκαλου.
Πρόταση των Επιμελητηρίων είναι η διαμόρφωση σταθερών κλιμακίων για το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών, αποσυνδεδεμένων από το εισόδημα και τα έτη επιχειρηματικής απασχόλησης και βέβαια, με ελεύθερη επιλογή.
Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα, θα πρέπει να υπάρξει δυναμική παρέμβαση ώστε επιτέλους τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα να εξυγιανθούν και να λειτουργήσουν προς όφελος της επιχειρηματικότητας και της εθνικής οικονομίας».
Τα Ευρωεπιμελητήρια παρουσίασαν την Έκθεση στο πλαίσιο προγεύματος εργασίας, στο οποίο παραβρέθηκαν αρμόδιοι χάραξης πολιτικής και ανώτατα στελέχη εθνικών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων.
Τα ευρήματα της έρευνας θα διαμορφώσουν τις συστάσεις των Ευρωεπιμελητηρίων προς τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή.