Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Κάποτε κοίταζα τον ουρανό κι έβρεχα με άστρα το στόμα μου
πείθοντας την ψυχή μου ότι ο κόσμος μου ανήκει.
Τώρα θωπεύουν οι αμνησίες στα μάτια
γυρεύοντας μια ουσία που δραπέτευσε στον άνεμο.
Κάποτε πάλευα με τον διάολο χορεύοντας με τους αγγέλους
κάτω από ένα μεθυσμένο φεγγάρι.
Τώρα κουρνιάζω τον κόσμο μου σε μια χούφτα δάχτυλα
και ασπάζομαι την αποκοπή του χρόνου.
Μη μου λες να μην είμαι υπερβολική,
γιατί έζησα το υπερβολικά πολύ χτυπημένο μέχρι τα κόκκαλο.
Έζησα τις στιγμές μου σε ανυπέρβλητο σώμα
κι όταν πλάγιαζα, ανέμιζα την κούραση υπερβολικά πολύ.
Αγάπησα υπερβολικά πολύ, φθονώντας το λίγο, το σχεδόν,
το καθόλου, το περίπου, όπως τα κύματα χτυπάνε ακατάπαυστα πάνω στα βράχια και σμιλεύουν την σκληράδα.
Έφαγα και ήπια υπερβολικά πολύ, στάζοντας μέσα μου γεύσεις και καρυκεύματα με μια προσμονή κερασμένη από ένα βάλσαμο και μια μέθεξη συναισθημάτων.
Αγαπήθηκα υπερβολικά πολύ,
βολεύοντας ένα πάθος σε μια άνυδρη λησμονιά,
προκαλώντας τον θάνατο να λιποτακτήσει.
Κι αν αγάπησες το υπερβολικά πολύ μου, το χάδι, το γέλιο, τον πόνο, την φροντίδα, την αγάπη, τον θυμό, αγάπησε και την υπερβολή μου, γιατί η υπερβολή μου είμαι εγώ,
αυτήν που αγάπησες υπερβολικά πολύ.
Γιατί αν με πληγώσεις, θα σε ξεχάσω κι όταν ξεχνάω,
ξεχνάω υπερβολικά πολύ!
Πηγή: loveletters.gr